- χαλκοπενία
- η, Νιατρ. κατάσταση που οφείλεται σε ανεπαρκή πρόσληψη χαλκού, στοιχείου απαραίτητου για την οξείδωση και την απορρόφηση τού σιδήρου και τής βιταμίνης C κατά την πέψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + πενία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.